- τροχοδενδρίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αειθαλών φυτών τής Άπω Ανατολής με τυπικό και μοναδικό μέλος το τροχόδενδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. trochodendraceae < trochodendron (βλ. τροχόδεντρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχοδενδρώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγ γειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει δύο οικογένειες, την οικογένεια τροχοδενδρίδες και την οικογένεια τετρακεντρίδες, καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει ένα μονοτυπικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… … Dictionary of Greek
τροχόδενδρο — το, Ν βοτ. μικρό αειθαλές δένδρο, ιθαγενές τής Νότιας Κορέας, τής Ιαπωνίας και τής Ταϊβάν, το μοναδικό μέλος τής οικογένειας τροχοδενδρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trochodendron (< τροχός + δέντρο)] … Dictionary of Greek